ανάσκελος

ανάσκελος
η , ο лежащий навзничь, на спине; опрокинутый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ανάσκελος" в других словарях:

  • ανάσκελος — η, ο [ανάσκελα] ύπτιος, στραμμένος με τη ράχη προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • ανάσκελος — η, ο ο με τη ράχη κάτω: Η γάτα, ανάσκελη στη φλοκάτη, ήταν όλο παιχνίδια και νάζια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγειρτος — η, ο και τός, ή, ό [αναγέρνω] 1. ο ξαπλωμένος ύπτια, αναποδογυρισμένος, ανάσκελος 2. αυτός που κλίνει, που γέρνει ελαφρά, επικλινής, γειρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγέρνω όπως και το ρημ. επίθ. γειρτός (αντί του εσφαλμ. γυρτός) τού γέρνω, παράγεται από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»